Δίδυμος Αλεξανδρείας

Δίδυμος Αλεξανδρείας
(Αλεξάνδρεια 313 – 395; μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Αναφέρεται και ως Δ.ο Τυφλός. Παρότι τυφλώθηκε σε παιδική ηλικία, έλαβε υψηλή μόρφωση και τον θεωρούσαν αυθεντία στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Το έργο του που διασώθηκε διακρίνεται σε ερμηνευτικό –Υπομνήματα στον προφήτη Ζαχαρία, στη Γένεση, στονΙωβ και στους Ψαλμούς (που ανακαλύφθηκαν μόλις το 1941)– και δογματικό –Κατά Μανιχαίων, Κατά Ευνομίου, Περί Τριάδος, Περί του Αγίου Πνεύματος λόγος (μόνο σε λατινική μετάφραση). Εξαιτίας των αποκλίσεών του προς τον Ωριγένη καταδικάστηκε από την Ε’ Οικουμενική Σύνοδο (553), αλλά σε μεταγενέστερες συνόδους το όνομά του αποκαταστάθηκε. Η καταδίκη του αυτή υπήρξε αιτία να χαθούν πολλά έργα του. Ο Δ. διακρίνεται κυρίως για το ερμηνευτικό του έργο. Η διδασκαλία του δεν χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία· στα έργα του Περί τριαδικότητας επιμένει στην ενότητα της θείας φύσης, ενώ στη Χριστολογία στην ενότητα του Χριστού ως τέλειου ανθρώπου και τέλειου θεού, τον οποίο θεωρεί κυρίως ως σωτήρα. Υποστήριζε πως έναρξη της χριστιανικής ύπαρξης είναι το βάπτισμα και τελείωση η προσωπική ένωση με τον Χριστό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς — (1ος αι. π.Χ.). Επιφανής γραμματικός της Αλεξάνδρειας που επονομάστηκε Χαλκέντερος για το πλήθος των έργων που έγραψε (υπολογίζονται σε 3.500 τόμους). Οι πραγματείες του ήταν κριτικοερμηνευτικές και λεξικογραφικές, αναφέρονταν στη σωστή χρήση της …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Μελέτιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. (; – 381 μ.Χ.). Αρχιεπίσκοπος Αντιόχειας (361 81). Ήταν επίσκοπος στη Σεβάστεια της Μικράς Αρμενίας, αλλά το 360 εξελέγη επίσκοπος Αντιόχειας, αντικαθιστώντας τον αρειανό Ευδόξιο που μετατέθηκε στην …   Dictionary of Greek

  • Διόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Μαθηματικός (τέλη 5ου αι. – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σώζονται τα έργα του Έκθεσις Διοδώρου περί σταθμών, το οποίο πραγματεύεται τρόπους μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας, και Περί σταθμών, στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”